ἐγχειρητής

ἐγχειρητής
ἐγχειρ-ητής, οῦ, ,
A one who undertakes,

καινῶν ἔργων Ar. Av.257

;

πράξεως Ph.2.27

: abs., Adam.Phgn.2.39.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ἐγχειρητής — one who undertakes masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εγχειρητής — ο (AM ἐγχειρητής) νεοελλ. χειρουργός αρχ. αυτός που επιχειρεί κάτι …   Dictionary of Greek

  • εγχειρητής — ο ο χειρουργός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἐγχειρηταί — ἐγχειρητής one who undertakes masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐγχειρητήν — ἐγχειρητής one who undertakes masc acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐγχειρητέα — ἐγχειρητέον one must undertake neut nom/voc/acc pl ἐγχειρητέᾱ , ἐγχειρητέον one must undertake fem nom/voc/acc dual ἐγχειρητέᾱ , ἐγχειρητέον one must undertake fem nom/voc sg (attic doric aeolic) ἐγχειρητέος neut nom/voc/acc pl ἐγχειρητής one… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”